ξηράνθεμο

ξηράνθεμο
το
βοτ. γένος ποωδών φυτών με λευκά ή πορφυροϊώδη άνθη, τής οικογένειας τών συνθέτων, μερικά είδη τού οποίου περιλαμβάνονται στην ελληνική χλωρίδα με την κοινή ονομασία αμάραντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια πρβλ. αγγλ. xeranthemum < ξηρός + ἄνθεμον (< ἄνθος). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”